top of page
Εικόνα συγγραφέαΑναστασία Ξηρομερίτου

Ένα πουλάκι στον παράδεισο



Μου αρέσει να πετάω μέσα στο δάσος από κλαδί σε κλαδί, από δέντρο σε δέντρο!

Δεν με γνωρίσατε ; Είμαι ο μικρός ασπρολαίμης, το μικρό παιχνιδιάρικο πουλάκι του δάσους. Πατάω από κλωνάρι σε κλωνάρι και τραγουδώ:

Μες στο δάσος ευτυχία

Δέντρα ψηλά τόση μαγεία!

Πετώ εδώ πετώ εκεί

Ποτέ δεν χάνω ούτε στιγμή.


Καφετί το φτέρωμά μου

Σαν το χιόνι λευκή η κοιλία μου

Και στον άσπρο μου λαιμό

Δεν έχω ψεγάδι ούτε εδώ!




Ασπρολαίμη , ασπρολαίμη

Με φωνάζουν τα πουλιά

Ασπρολαίμη να προσέχεις

Λέει η κουκουβάγια η Νανά.


Μα εγώ όλο πεταρίζω

Μες στα δέντρα, στα κλαδιά

Και χαμόγελα χαρίζω

Στην μικρή την δασογειτονιά.


Καρακάξα: Για πού το 'βαλες μικρέ;

Ασπρολαίμης: Πετώ γύρω από το δάσος κυρία καρακάξα, είναι πολύ όμορφα!

Καρακάξα: Α! δεν έχεις δίκιο, θα πρέπει να πετάξεις πάνω από την μεγάλη πόλη που είναι στην άκρη του δάσους.

Ασπρολαίμης: Τι έχει αυτή η μεγάλη πόλη και είναι τόσο σπουδαία;

Καρακάξα: Δεν το ξέρεις; Εμείς τα πουλιά αυτού του δάσους είμαστε πολύ τυχερά γιατί κατοικούμε κοντά στην μεγάλη πόλη που λέγεται Ιερουσαλήμ. Χιλιάδες άνθρωποι περπατούν εκεί νύχτα και ημέρα!



Είχα τεντώσει τα μικρά μου αυτάκια, είχα ανοίξει διάπλατα τα μάτια μου και παρακολουθούσα την κυρία καρακάξα που περιέγραφε την μεγάλη πόλη της Ιερουσαλήμ.

Όσο μιλούσε η κυρία Καρακάξα τόσο μεγάλωνε μέσα μου η επιθυμία να πετάξω κι εγώ πάνω από τα σπίτια αυτής της πόλης.

Στ΄ αλήθεια στο μικρό μου μυαλουδάκι φάνταζε τεράστια αυτή η πόλη.

Ασπρολαίμης: Πες μου, πες μου κυρία Καρακάξα μπορώ να πετάξω κι εγώ ως εκεί;

Καρακάξα: Μμ! Δεν ξέρω είσαι πολύ μικρούλης, βρε παιδί μου! Περίμενε λίγο να μεγαλώσεις.

Ασπρολαίμης: Μα δεν μπορώ να μεγαλώσω άλλο! Εμείς οι ασπρολαίμηδες είμαστε μικρά πουλάκια.

Καρακάξα: Ε τότε να το ξεχάσεις! Έτσι μικρός που είσαι θα μείνεις στα μισά του δρόμου, χα, χα!

Ασπρολαίμης: Μήπως να πηγαίναμε μαζί; Μα! Έφυγε, πέταξε μακριά! Είναι περίεργη αυτή η καρακάξα. Πρώτα σου λέει για την πόλη και μετά λέει πως δεν μπορείς να πλησιάσεις γιατί είσαι μικρός! Νομίζω πως το έκανε για να περηφανευτεί. Κι άλλες φορές την έχω ακούσει να περιγράφει υπερβολικά γεγονότα. Όμως η πόλη! Πώς να είναι άραγε;


Θέλω να πετάξω

μέχρι τα σπίτια.

Θέλω να πετάξω

στην πόλη την μακρινή.


Άνθρωποι ακούστε

το γλυκό τραγούδι

από το στόμα

του ασπρολαίμη.


Γλυκό τραγουδάκι

θα ψάλλω απόψε

για αυτή την πόλη

την μακρινή.


Γλυκό τραγουδάκι

θα ψάλλω απόψε

για την πόλη την μοναδική

που την λένε Ιερουσαλήμ.


Να ‘χει άραγε παλάτια

βασιλιάδων που είναι χρυσά;

Να ‘χει άραγε καλυβάκια

των φτωχών μικρά και ταπεινά;


Τα παιδιά άραγε παίζουν

στις ωραίες γειτονιές;

Κι οι έμποροι διαλαλούνε

τις πραμάτειες τις καλές;


Θέλω για λίγο να ταξιδέψω,

θέλω για λίγο εγώ να δω,

την μεγάλη πόλη να αγναντέψω

έστω για λίγο και ας χαθώ!


 

Μπορείς να ακούσεις την ιστορία εδώ

 


Ασπρολαίμης: Το βρήκα! Ξέρω ποιος θα με βοηθήσει σε αυτό το ταξίδι! Η κυρία Νανά η κουκουβάγια! Αυτή πάντα έχει μια συμβουλή σοφή και σωστή. Τι κάθομαι και τραγουδάω; Ας πάω να την ρωτήσω.

Η κυρία Νανά μόλις είχε ξυπνήσει και κοίταξε τον Ασπρολαίμη με μισό μάτι.

Κουκουβάγια: Μα τι είναι αυτά που λες, μικρούλη; Ποιος σου ξεσήκωσε τα μυαλά; Η θέση σου είναι εδώ στο δάσος! Δεν έχεις καμιά δουλειά στην μεγάλη πόλη.

Ασπρολαίμης: Μα, θα είναι ωραία! Θα γνωρίσω ανθρώπους, παιδάκια, θα δω τα μεγάλα παλάτια!

Κουκουβάγια: Είπα όχι! Και τώρα πήγαινε γιατί έχω κάτι δουλειές να κάνω.

Ασπρολαίμης: Μάζεψα τις φτερούγες μου και σηκώθηκα από το κλαδί της φωλιάς. Η κυρία Νανά δεν μου έδωσε καμιά ελπίδα. Ήταν λοιπόν τόσο μακριά; Α! να η καρακάξα!

Καρακάξα! Καρακάξα! Έλα εδώ. Θέλω να σε ρωτήσω κάτι.

Καρακάξα: Μικρούλη, μικρούλη δεν πέταξες ακόμη; Μικρούλη, μικρούλη μην σκέφτεσαι να πας στην μεγάλη πόλη, αυτό μην το τολμάς!

Ασπρολαίμης: Kαρακάξα! Αχ! Έφυγε! Νομίζω ότι με κορόιδευε. Τι να κάνω ποιόν άλλο να ρωτήσω;

Εκείνη την στιγμή από την κουφάλα του δέντρου, δίπλα στο κλαδί, έβγαλε το κεφάλι του ο Σκιουράκης.

Σκίουρος: Έχεις βάλει μια άσχημη ιδέα στο μυαλό σου ασπρολαίμη, θα έλεγα να το ξεχάσεις!

Ασπρολαίμης: Μα θα ήθελα να πάω έστω και για μια φορά.

Σκίουρος: Κι εγώ το έκανα μια φορά.

Ασπρολαίμης: Αλήθεια;

Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα για να μάθω την ιστορία του σκίουρου.

Σκίουρος: Δεν το ξανακάνω. Όταν έφτασα στην πόλη με παγίδευσαν κάτι παιδιά και με έκλεισαν σε ένα κλουβί. Ένας Θεός ξέρει πως κατάφερα να ξεφύγω.

Ασπρολαίμης: Μα εγώ είμαι πουλί! Μπορώ να ανοίξω τα φτερά μου και να πετάξω.

Σκίουρος: Δεν έχει σημασία που μπορείς να πετάξεις, στήνουν παγίδες και πιάνουν και τα πουλιά.

Ασπρολαίμης: Ο σκίουρος μπήκε και πάλι μέσα στην κουφάλα του δέντρου και δεν μπόρεσα να τον ρωτήσω όσα ήθελα. Ούτε και σε αυτόν άρεσε η ιδέα. Έχει δίκιο όμως, έπεσε στα χέρια κάποιων που τον βασάνισαν, για αυτό τα λέει αυτά. Εγώ όμως θα προσέξω, θα προσέξω πολύ.



Μια λύση υπάρχει: να ακολουθήσω αύριο την κυρία καρακάξα, θα παραφυλάξω έξω από την φωλιά της , όταν ξεκινήσει το ταξίδι της για την πόλη, θα την ακολουθήσω. Με αυτόν τον τρόπο αν κινδυνεύσω θα την φωνάξω και δεν μπορεί, θα με βοηθήσει.

Το άλλο πρωί πριν χαράξει η μέρα βρισκόμουν στις φυλλωσιές έξω από την φωλιά της καρακάξας.

Δεν άργησε να φανεί. Τίναξε τα φτερά της και ξεκίνησε το ταξίδι.

Την ακολουθούσα προσεκτικά να μην με καταλάβει.

Διασχίσαμε το δάσος, αλλά σταματήσαμε αρκετές φορές. Βλέπετε η κυρία Καρακάξα έχει φιλίες με πολλά πουλιά και στεκόταν πότε στο ένα δέντρο, πότε στο άλλο για να τους πει τα νέα της. Επιτέλους φύγαμε από το μεγάλο δάσος. Τώρα πετάγαμε στον γαλάζιο ουρανό δεν υπήρχαν δέντρα να μας περιορίζουν την θέα. Βλέπαμε πέρα την μεγάλη πόλη. Ένα σμήνος σπουργίτια μας συνάντησε.



Σπουργίτης: Τσίου, τσίου για πού το έβαλες κυρία Καρακάξα με τον ακόλουθό σου;

Καρακάξα: Θα κάνω μια επίσκεψη στην μεγάλη πόλη. Μα για ποιόν ακόλουθο μιλάς; Εγώ μόνη μου ξεκίνησα από το δάσος.

Σπουργίτης: Νάτος, πετάει λίγο πιο πίσω. Είναι μικρούλης ο καημένος!

Η κυρία Καρακάξα γύρισε απότομα και με είδε!

Καρακάξα: Βρε, εσύ με ακολουθείς; Τι κατάφερες τώρα; Να σε σέρνω μαζί μου στην πόλη; Δεν μπορώ να το κάνω δεν το καταλαβαίνεις;

Ασπρολαίμης: Μα κυρία καρακάξα ήθελα κι εγώ να δω έστω και για μια φορά την μεγάλη πόλη, που με τόσο υπέροχα λόγια είχες περιγράψει.

Καρακάξα: Δεν φταίει κανείς, εγώ φταίω, που άνοιξα το στόμα μου σε εσένα σκανταλιάρη! Το καλό που σου θέλω, σταμάτα να με ακολουθείς και γύρνα πίσω.

Ασπρολαίμης: Τώρα δεν μπορώ να το κάνω, η πόλη είναι τόσο κοντά!

Καρακάξα: Τότε λοιπόν οι δρόμοι μας χωρίζουνε! Να πάρεις άλλο δρόμο!

Ασπρολαίμης: Καλά κυρία Καρακάξα, θα πάω από άλλο δρόμο. Εξ άλλου αυτό που ήθελα να πετύχω το κατάφερα. Έφτασα λίγο έξω από την μεγάλη πόλη!

Καρακάξα: καλά έκανες! Συγχαρητήρια! Τώρα δρόμο πέτα μακριά από εμένα. Ρεζίλι με έκανες στα άλλα πουλιά.

Σπουργίτης: Αν και μικρός, εδώ που τα λέμε κυρία Καρακάξα, καλά τα κατάφερε. Κοίτα που έφτασε! Σχεδόν στην άκρη της πόλης.

Ασπρολαίμης: Η κυρία Καρακάξα με μια βουτιά στον αέρα με άφησε πίσω. Κι εγώ δεν είχα σκοπό να την ακολουθήσω. Θα πετούσα σε διαφορετική κατεύθυνση. Πετούσα και δεν πίστευα πως έφτασα ως εδώ! Είχα βέβαια και την σιγουριά της κυρίας Καρακάξας αν πάθαινα κάτι, αλλά δεν έπαθα!

Ούτε σε παγίδα έπεσα όπως έλεγε ο σκίουρος , ούτε κάτι άλλο άσχημο. Θα κάνω μια μικρή βόλτα εδώ έξω από την πόλη και πριν ο ήλιος δύσει θα γυρίσω πίσω στο δάσος.



Συνέχισα να πετώ για λίγο ακόμη, ώσπου έφτασα σε ένα μικρό λόφο έξω από την πόλη. Είδα ανθρώπους να είναι μαζεμένοι εκεί. Πέταξα κοντά να δω. Τι άσχημο θέαμα! Είχαν τρεις σταυρούς και πάνω τους κάρφωναν τρεις ανθρώπους. Πραγματικά ήταν το πιο φρικτό θέαμα που είχα συναντήσει στην μικρή ζωή μου.

Στον μεσαίο σταυρό είχαν καρφώσει έναν νεαρό άνδρα. Γιατί όμως Του βάλανε αυτό το στεφάνι με τα αγκάθια; Σίγουρα θα πονούσε!

Σταλαγματιές αίμα κυλούσαν στο μέτωπό του, στα μαγουλά του. Αυτός δεν μιλούσε. Καθόταν σιωπηλός με τα μάτια ανοιχτά και κοιτούσε τον ουρανό. Νιώθω τόσο πόνο στην μικρή πουπουλένια καρδιά μου! Τι κακό έκανε και τον βασανίζουν έτσι;

Πετάριζα γύρω από τους τρεις σταυρούς και τότε μια ιδέα ήρθε στο μυαλό μου. Να τον βοηθήσω! Να του κάνω αέρα με τα φτερά μου, ώστε έστω για λίγο να νιώθει ανακούφιση.

Τους άκουσα που μιλούσαν.



Ληστής: Εσύ, που έκανες τόσα σπουδαία πράγματα στους Ιουδαίους, τι κάθεσαι; Κατέβα από τον σταυρό και κατέβασέ μας κι εμάς!

Ευγνώμων ληστής: Τι είναι αυτά που λες; Δεν βλέπεις ;Εμείς δίκαια παθαίνουμε όσα παθαίνουμε για τα εγκλήματά μας. Αυτός δεν έκανε τίποτα και κοίτα σταυρώνετε μαζί μας. Κύριε, σε παρακαλώ θυμίσουμε, όταν έλθεις στην Βασιλεία Σου.

Κύριος: Αλήθεια σου λέω, σήμερα θα είσαι μαζί Μου στον παράδεισο!

Ασπρολαίμης: Μιλάει για τον Παράδεισο! Μα αυτός δεν πρέπει να ανήκει στους ανθρώπους. Στον παράδεισο κατοικεί μονάχα ο Θεός!

Ας πλησιάσω πιο κοντά θέλω να του προσφέρω λίγη δροσιά με το χτύπημα των φτερών μου.

Νιώθω τα αγκάθια του στεφανιού να με καρφώνουν. Δεν με μοιάζει, έστω για λίγο θέλω να Τον ξεκουράσω. Απόκαμα! Πρέπει να φύγω, είμαι τόσο πονεμένος!



Θα πετάξω λίγο πιο κάτω ανάμεσα στις πέτρες και στα χόρτα για να ανασάνω.

Ο λαιμός μου γέμισε αίματα! Το αγιασμένο Του αίμα! Πόση αγαλλίαση νιώθω τώρα που Του έδωσα έστω και λίγη δροσιά!

Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε όταν έπεσα ανάμεσα στα χόρτα , χωρίς δυνάμεις πια. Με βρήκαν τα σπουργίτια.

Σπουργίτης: Αυτός θα πρέπει να είναι ο μικρός που ακολουθούσε την καρακάξα.

Ένας άλλος σπουργίτης: Αχ ο καημένος! Έχει γεμίσει αίματα! Μάλλον θα έπεσε πάνω στις πέτρες και θα χτύπησε.

Σπουργίτης: Αυτές οι πληγές δεν είναι από πέτρα, αλλά από αγκάθια.

Σπουργιτάκι: Μα που βρέθηκαν τα αγκάθια; Δεν έχει τέτοιο φυτό εδώ γύρω.

Σπουργίτης: Α! να πάνω στην ώρα, έφτασε η κυρία Καρακάξα.

Καρακάξα: Είναι φοβερό! Είναι φοβερό! Όλοι στο του το λέγαμε! Έπρεπε να προσέχει, τι να τον κάνω τώρα;

Σπουργίτης: Πρέπει να τον πάμε στο δάσος. Εκεί είναι το σπίτι του.

Ασπρολαίμης: Άνοιξα λίγο τα μάτια μου. Προσπάθησα να ψιθυρίσω «ευχαριστώ». Δεν μπορούσα, οι δυνάμεις μου με είχαν εγκαταλείψει. Τα πουλιά με μετέφεραν πάνω στην πλάτη της καρακάξας μέχρι το δάσος. Με άφησαν έξω από την φωλιά της κουκουβάγιας. Εκείνη την ώρα γυρνούσε από το κυνήγι της. Μόλις με είδε έβαλε τα κλάματα. Με πήρε μέσα στην φωλιά κι άρχισε να με περιποιείται.

Τρεις ημέρες είχαν περάσει κι άρχισα να νιώθω καλύτερα. Διηγήθηκα στην κουκουβάγια όλη την περιπέτειά μου.

Ευτυχώς έγινα καλά και μπορούσα να πετώ γύρω από την φωλιά μου και να τρέφομαι. Το μόνο που δεν πέρασε ήταν το κόκκινο χρώμα στον λαιμό μου. Από λευκός είχε γίνει κόκκινος από το αίμα Εκείνου.

Τώρα όλοι στο δάσος γνώριζαν την ιστορία μου και από Ασπρολαίμη με φώναζαν πια Κοκκινολαίμη.


 

δες την αφήγηση με το παραμύθι εδώ


 

27 Προβολές0 Σχόλια

Comments


bottom of page